Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

του ιωβηλαίου

См. также в других словарях:

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάιντεν, Ρότζερ — (Roger Van der Weyden, Τουρνέ περ. 1400 – Βρυξέλλες 1464). Φλαμανδός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture), και το Β.ν.Β. είναι η μετάφραση στα φλαμανδικά. Γιος μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη… …   Dictionary of Greek

  • ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»